Г
Галилея — ή Γαλιλαία
где — δπου
где? — πού
геометр — ὁ γεωµέτρης, ου
германский — Γερµανικός, ή, όν
Геродот — ὁ Ἡρόδοτος, ου
герой — ὁ ἥρως
гибну — άπολλύω
гигант — ὁ γί ας, αντος
гимн — ὁ ὕµνος, ου
гимнастический — γυµνικός, ή, όν
глаз — ὁ ὀφθαλµός, οῦ
глина — ὁ κέραµος, ου
гневаться — ὀργίζοµαι
говорил (3 л. ед. ч) — ἔφη
говорить — λέγω
говорю — λέγω \ λαλέω \ φηµί
год — τό έτος \ έτους \ ὁ ἐνιαυτός, οῦ
голос — ἡ φωνή, ῆς
голый — γυµνός, ή, όν
гоню — διώκω
гоплит — ὁ ὁπλίτης, ου
гора — τό όρος, \ όρους
горе — ἡ λύπη, ης
горло — αὐχήν
горловина — τὸ στόµιον, ου
горный — ὀρεινός, ή, όν
город — ἡ πόλις, εως
город — τὸ ἄστυ, εως
господин — ό δεσπότης \ ὁ κύριος ου
Господь — ό κύριος
госпожа — ἡ δέσποινᾰ, ης
гостеприимный — εὔ-ξεινος, ον
гость — ὁ ξένος, ου
государственный деятель — ὁ πολιτικός, οῦ
государственный строй — ἡ πολιτεία, ας
Государство — ἡ πολιτεία, ας
готовить — σκευάζω
готовлю — έτοιμάζω
готовый — ἕτοιµος, η, ον
грабитель — λῃστής
гражданин — ὁ πολίτης, ου
граница (территориальная) — καταλῆγον
граница (правовая) — ἀμμορία
грех — άμαρτία, ή
Греция — ἡ Ἑλλάς, άδος
Греческий — Ἑλληνικός (ή, όν)
грешная — άμαρτωλή
грешное — άμαρτωλόν
грешный — άμαρτωλός
грешу — άμαρτάνω
гроб — τό μνημεΐον
гробница — τό μνημεΐον
грызть — δάκνω
губить — δια-φθείρω